- καστόρειος
- καστόρειος, -ον (Α) [Κάστωρ]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Κάστορα γιο τού Διός και τής Λήδας, αδελφό τού Πολυδεύκη2. φρ. α) «τὸ καστόρειον μέλος» — ή «ὁ καστόρειος ὕμνος» — πολεμικό άσμα τών Λακεδαιμονίων που τό έψαλλαν με συνοδεία αυλού για να υμνήσουν νίκες σε ιπποδρομίες ή σε αρματοδρομίες ή όταν επρόκειτο να συνάψουν μάχη.
Dictionary of Greek. 2013.